- κυβιοσάκτης
- κυβιοσάκτης, -ου, ὁ (Α)1. αυτός που παρασκευάζει και πουλά παστωμένα ψάρια2. σκωπτικό παρωνύμιο τού γαμπρού τού Πτολεμαίου ΙΓ' καθώς και τού Βεσπασιανού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβιον + -σάκτης (< σάττω «εφοδιάζω, προμηθεύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.